- καλλιγένειος
- καλλιγένειος, -α, -ον (AM)μσν.αυτός που κατάγεται από καλή γενιάαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. η καλλιγένειααυτή που γέννησε ωραίο παιδί2. φρ. «καλλιγένεια θύω» — προσφέρω θυσία στη Δήμητρα3. ως κύριο όν. α) η γηβ) κόρη τού Διός και τής Δήμητραςγ) τροφός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -γένειος (< γένος), πρβλ. ευ-γένειος, πατρο-γένειος].
Dictionary of Greek. 2013.